- παρακολουθητικός
- -ή, -όν, Α [παρακολουθώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητικήη επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του.επίρρ...παρακολουθητικῶς Αεν γνώσει («οἱ μὲν εἰδότως καὶ παρακολουθητικῶς, οἱ δὲ ἀνεπιστάτως», Μ. Αυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.