παρακολουθητικός

παρακολουθητικός
-ή, -όν, Α [παρακολουθώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική
η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του.
επίρρ...
παρακολουθητικῶς Α
εν γνώσει («οἱ μὲν εἰδότως καὶ παρακολουθητικῶς, οἱ δὲ ἀνεπιστάτως», Μ. Αυρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακολουθητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικόν — παρακολουθητικός of masc acc sg παρακολουθητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικοῦ — παρακολουθητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικῆς — παρακολουθητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητική — παρακολουθητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικήν — παρακολουθητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικῶς — παρακολουθητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] παρακολουθητικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”